σάκκου

σάκκου
σάκκος
coarse cloth of hair
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • вретище — ВРЕТИЩ|Е (58), А с. 1.Грубая одежда, власяница: заоутра въстати ѥмоу. и обълкъсѩ въ врѣтище и попелъмь посыпавъсѩ. и многы сльзы принесъ. (σάκκον) КЕ XII, 281а; то же КР 1284, 386б; одежю же свою имѣ˫ааше врѣтищи двѣ острѣ. въ ѥдино же врѣтище… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • περικαρδιεκτομή — η, Ν ιατρ. εκτομή τού ινώδους περικαρδιακού σάκκου σε περιπτώσεις συμφυτικής περικαρδίτιδας …   Dictionary of Greek

  • σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”